Η Μαντώ Μαυρογένους, κόρη του μεγαλέμπορου και μέλους της Φιλικής Εταιρίας, Νικόλαου Μαυρογένη, γεννήθηκε το 1796 στην Τεργέστη της Ιταλίας. Επρόκειτο για γυναίκα όμορφη, λυγερόκορμη, μεγαλωμένη με ευρωπαϊκή ανατροφή και παιδεία. Η μόρφωσή της, η δυναμική της προσωπικότητα και το πάθος της για την ελευθερία της Ελλάδας την ανέδειξαν ως μία ξεχωριστή μορφή της επανάστασης.
Με την έναρξη της επανάστασης εγκαταστάθηκε στη Μύκονο και ξεσήκωσε τους εκεί Έλληνες κατά των Τούρκων. Διέθεσε όλη την πατρική της περιουσία για χάρη του απελευθερωτικού αγώνα, ενώ πολύ συχνά συμμετείχε και η ίδια στις πολεμικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, με πλοία που εξόπλισε με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λήστευαν τις Κυκλάδες. Συγκρότησε σώμα πεζών, του οποίου ανέλαβε την αρχηγία και υπερασπιζόταν τη Μύκονο.
Εξόπλισε στόλο από έξι πλοία και τον ένωσε με τις ναυτικές δυνάμεις του Τομπάζη. Αργότερα συγκρότησε στρατό, που αποτελούταν από 16 λόχους των 50 ανδρών, και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρυστίας. Πολέμησε στο πλευρό του Γρηγορίου Σάλα στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Όταν επέστρεψε στη Μύκονο, ασχολήθηκε με την τροφοδοσία του ναυτικού. Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα του ελλαδικού χώρου και από τη θέση αυτή η νεαρή Ελληνίδα απηύθυνε συγκινητική έκκληση βοήθειας στους Ευρωπαίους φιλέλληνες και κυρίως στις Αγγλίδες και στις Γαλλίδες, ζητώντας τη συμπαράστασή τους προς τον ελληνικό πληθυσμό. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο.
Γνωστός είχε γίνει ο έρωτάς της με τον Δημήτριο Υψηλάντη, με τον οποίο υπήρξε και αρραβωνιασμένη. Ωστόσο, φήμες που την ήθελαν να συνάπτει ερωτική σχέση και με τον Άγγλο ευγενή Edward Blaquiere, ο οποίος έφερε την δεύτερη δόση του δανείου στην Ελλάδα, οδήγησαν τον Υψηλάντη στη ματαίωση του επικείμενου γάμου του με την Μαντώ. Οι κοινωνικές συναναστροφές μιας γυναίκας με ευρωπαϊκή μόρφωση και γνώση ξένων γλωσσών μπορούσε εύκολα να παρεξηγηθεί από την κοινωνία της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, με τα αυστηρά και συντηρητικά ήθη της εποχής, που δεν επέτρεπαν κανενός είδους ελευθεριότητα στη γυναίκα. Βέβαια, αξίζει να αναφέρουμε ότι η λασπολογία γύρω από το πρόσωπό της μπορεί να θεωρηθεί έργο αφενός των συντρόφων του Υψηλάντη που την αντιμετώπιζαν με καχυποψία και προκατάληψη, και αφετέρου του Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος φοβόταν ότι η συνένωση των δύο, Υψηλάντη και Μαυρογένους, θα δημιουργούσε μία πολύ ισχυρή ρωσική επιρροή.
Από τη στιγμή εκείνη οι πολιτικές ίντριγκες οδήγησαν στο διωγμό και στον παραγκωνισμό της. Αρχικά, λαμβάνει χώρα η φωτιά και το πλιάτσικο στο σπίτι της στο Ναύπλιο. Έπειτα, και αφού έχει επέλθει η δολοφονία του Καποδίστρια, με διαταγή του Κωλέττη συλλαμβάνεται και στέλνεται στη Μύκονο, για να καταλήξει στην Πάρο. Επί Όθωνα καταφέρνει να εισπράξει μία εξευτελιστική σύνταξη, η οποία δεν αρκεί για να καλύπτει τις ανάγκες της. Ζώντας από τα χρήματα των συγγενών της καταφέρνει να αγοράσει ένα σπίτι, το οποίο ανήκει στα εθνικά και πωλείται σε δημοπρασία. Λίγο αργότερα όμως το ελληνικό κράτος ακυρώνει τη δημοπρασία και η ίδια χάνει τα χρήματά της και φιλοξενείται από τον αγωνιστή Φωτομαρά σε ένα δωμάτιο, καθώς έμεινε άστεγη. Το 1840 πεθαίνει στην Πάρο από τυφοειδή πυρετό πάμφτωχη, πικραμένη και λησμονημένη.
Η Μαντώ Μαυρογένους υπήρξε μία γυναικεία παρουσία που έζησε έξω από κάθε στερεότυπο. Απαρνήθηκε την κοινωνική καταξίωση, την οικογενειακή εστία και αποκατάσταση, τα πλούτη και τις ανέσεις της για την απελευθέρωση της πατρίδας της και την ευόδωση της ελληνικής επανάστασης. Και δυστυχώς αυτό που εισέπραξε ως ανταμοιβή για όλες τις θυσίες της ήταν η αχαριστία και αγνωμοσύνη του ελληνικού κράτους.
Αξιοσημείωτο και ενδεικτικό του ήθους της είναι το ακόλουθο περιστατικό. Ύστερα από πολλές προσπάθειές της να λάβει κάποιο οικονομικό βοήθημα από τη Διοίκηση για την προσφορά της στον Αγώνα των Ελλήνων, ένας υπάλληλος τη ρώτησε: «Και τι κάματε εσείς για την πατρίδα;». Εκείνη με αξιοθαύμαστη σεμνότητα του απάντησε: «Τίποτα.».
Απόσπασμα από επιστολή της Μαντώς Μαυρογένους προς τις Γαλλίδες:
«...Δείτε τον πόλεμο να περιφέρει τη φρίκη του θανάτου στις έρημες πεδιάδες μας. Δείτε το πένθος των οικογενειών στις ερημωμένες πόλεις. Εδώ μια μητέρα θρηνεί το γιο της που έπεσε στη μάχη ή τη θυγατέρα της που ατιμάστηκε και σύρθηκε στη δουλεία. Εκεί θλιβερή σύζυγος, καθισμένη στο κατώφλι της, με δακρυσμένα μάτια, καρτερά τον αγαπημένο της που είδε το πρωί να φεύγει πάνοπλος. Δε θα ξαναγυρίσει. Οι Τούρκοι τον έσφαξαν. Δείτε τα μικρά παιδιά ξαπλωμένα στο βράχο. Με γοερές κραυγές ζητάν από το διαβάτη το σκοτωμένο από τα πλήγματα των βαρβάρων πατέρα τους και τη μητέρα τους, που ξεψύχησε από την οδύνη. Είναι αλήθεια πως οι πεδιάδες μας κοκκίνισαν από το αίμα των εχθρών, αλλά το αίμα τους αναμείχτηκε με άφθονο δικό μας. Ενώ το μέτωπό μας στεφανώνει η δάφνη, η πίκρα ποτίζει την καρδιά μας. Τα δάκρυά μας βρέχουν τους θριάμβους μας και η νίκη μας είναι πάντα πένθιμη...»
Για την ομάδα ιχνευταί επιμέλεια συγγραφή Φωτεινή Σουλεϊμάνη
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου